ὑπερφαής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(43) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[φωτεινός]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπρός]] και [[διαφανής]] («τῆς | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[φωτεινός]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπρός]] και [[διαφανής]] («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>φαής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
German (Pape)
[Seite 1203] ές, übermäßig hell, überaus sichtbar, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφαής: -ές, ὑπερβαλλόντως φωτεινός, λαμπρὸς ἢ ἔνδοξος, τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας ἀξιωθέντας Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 134Α.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι-φαής].