ἀντίζηλος: Difference between revisions
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> adj. astrol. [[adverso]] παράδοσις Vett.Val.198.11, [[διάμετρος]] Porph.<i>in Ptol</i>.186.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀ. [[la rival]] en el amor, LXX <i>Le</i>.18.18, <i>Si</i>.26.6, <i>T.Ios</i>.7.5, fig. de la Sinagoga, Ast.Soph.<i>Hom</i>.3 <i>in Ps</i>.5 M.40.417B.<br /><b class="num">2</b> ὁ ἀ. [[el enemigo]], [[el adversario]], [[el rival]] del demonio <i>Mart.Pol</i>.17.1, de las imágenes ἀ. τῷ θεῷ Epiph.Const.<i>Haer</i>.3 (p.178.6). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> adj. astrol. [[adverso]] παράδοσις Vett.Val.198.11, [[διάμετρος]] Porph.<i>in Ptol</i>.186.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀ. [[la rival]] en el amor, [[LXX]] <i>Le</i>.18.18, <i>Si</i>.26.6, <i>T.Ios</i>.7.5, fig. de la Sinagoga, Ast.Soph.<i>Hom</i>.3 <i>in Ps</i>.5 M.40.417B.<br /><b class="num">2</b> ὁ ἀ. [[el enemigo]], [[el adversario]], [[el rival]] del demonio <i>Mart.Pol</i>.17.1, de las imágenes ἀ. τῷ θεῷ Epiph.Const.<i>Haer</i>.3 (p.178.6). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ἀντίζηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία [[αντίθεση]] με κάποιον [[επειδή]] και οι δύο διεκδικούν το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεραστής]], αντεράστρια. | |mltxt=ο, η (Α [[ἀντίζηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία [[αντίθεση]] με κάποιον [[επειδή]] και οι δύο διεκδικούν το ίδιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεραστής]], αντεράστρια. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 20 June 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A rival, adversary, LXXLe.18.18, Si.26.6: as adjective, controversial, in rivalry, παράδοσις Vett.Val.198.11: Astrol., ὁ διάμετρος ἀ. Porph. in Ptol.Tetr.186.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίζηλος: ὁ, ἡ, ἀντίπαλος, ἀτίζηλος, ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Λευϊτ. ιη΄, 18, Σειρὰχ κϛ΄, 6).
Spanish (DGE)
-ον
I adj. astrol. adverso παράδοσις Vett.Val.198.11, διάμετρος Porph.in Ptol.186.
II subst.
1 ἡ ἀ. la rival en el amor, LXX Le.18.18, Si.26.6, T.Ios.7.5, fig. de la Sinagoga, Ast.Soph.Hom.3 in Ps.5 M.40.417B.
2 ὁ ἀ. el enemigo, el adversario, el rival del demonio Mart.Pol.17.1, de las imágenes ἀ. τῷ θεῷ Epiph.Const.Haer.3 (p.178.6).
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀντίζηλος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία αντίθεση με κάποιον επειδή και οι δύο διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο αντίπαλος
νεοελλ.
αντεραστής, αντεράστρια.