ἀποστέρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(5)
mNo edit summary
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀποστερέω]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀποστερέω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἀποστερῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[στερώ]], [[αφαιρώ]] από κάποιον [[κάτι]] που του ανήκει<br /><b>2.</b> <i>αποστερούμαι</i><br />[[αποβάλλω]], [[χάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] με [[απάτη]], [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[αποτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[κλέβω]], [[κατακρατώ]]<br /><b>4.</b> (για χρέη) [[αρνούμαι]] να πληρώσω<br /><b>5.</b> <b>(Λογ.)</b> [[εξάγω]] αρνητικό [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — [[απομακρύνω]] τον εαυτό μου από κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 30 July 2022

German (Pape)

[Seite 327] = ἀποστερέω, Isocr. 12, 243 Bekk.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποστερέω.