αγανάκτηση: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αγανάχτηση, η (Α [[ἀγανάκτησις]]) [[ἀγανακτῶ]]<br />[[δυσανασχέτηση]], [[δυσφορία]], [[θυμός]], [[οργή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πόνος]], [[φυσικός]] [[ερεθισμός]]. | |mltxt=[[αγανάκτηση]] και [[αγανάχτηση]], η (Α [[ἀγανάκτησις]]) [[ἀγανακτῶ]]<br />[[δυσανασχέτηση]], [[δυσφορία]], [[θυμός]], [[οργή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πόνος]], [[φυσικός]] [[ερεθισμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:48, 10 August 2022
Greek Monolingual
αγανάκτηση και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.