κόμαρι: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komari
|Transliteration C=komari
|Beta Code=ko/mari
|Beta Code=ko/mari
|Definition=εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from root of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>13.37</span>, <span class="bibl">16.5</span>, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.<span class="bibl">pp.351,9</span> B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., <span class="title">PHolm.</span>25.15.</span>
|Definition=εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from the [[root]] of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>13.37</span>, <span class="bibl">16.5</span>, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.<span class="bibl">pp.351,9</span> B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., <span class="title">PHolm.</span>25.15.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 15 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμαρι Medium diacritics: κόμαρι Low diacritics: κόμαρι Capitals: ΚΟΜΑΡΙ
Transliteration A: kómari Transliteration B: komari Transliteration C: komari Beta Code: ko/mari

English (LSJ)

εως, τό, red dye obtained from the root of Comarum palustre, PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm.13.37, 16.5, al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; κόμαρον, τό, ib.p.350 B., PHolm.25.15.

Greek Monolingual

κόμαρι και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) κόμαρος
κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού ψευδοκόμαρος ο έλειος.