ἐπαγγελτικός: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление. | |elrutext='''ἐπαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[претенциозный]]: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. -κῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30. 2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).
German (Pape)
[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαγγελτικός:
1) склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2) претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.