ὀξυήκοος: Difference between revisions
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀξῠήκοος:''' стяж. ὀξυήκους 2<br /><b class="num">1)</b> одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тонко воспринимающий, тонкий ([[αἴσθησις]] Plat.). | |elrutext='''ὀξῠήκοος:''' стяж. ὀξυήκους 2<br /><b class="num">1)</b> одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[тонко воспринимающий]], [[тонкий]] ([[αἴσθησις]] Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A quick of hearing : of quick perception, keen, αἴσθησις Pl.Ti.75b; ἰχθύες Arist.HA534a6, cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sometimes wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : Comp. ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20, Porph.Abst.3.8 : Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.
German (Pape)
[Seite 352] scharf, sein hörend; αἴσθησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, -ον)
αυτός που έχει οξεία ακοή
αρχ.
αυτός που έχει οξεία αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠήκοος: стяж. ὀξυήκους 2
1) одаренный тонким слухом (ζῷα Arst.);
2) тонко воспринимающий, тонкий (αἴσθησις Plat.).