Τρινακρία: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Τρῑνακρία:''' ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.
|elrutext='''Τρῑνακρία:''' ἡ Тринакрия, «[[Трехвершинная]]» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Τρῑνακρία, ἡ,<br />Sicily, a later form of [[Θρινακίη]], Thuc.
|mdlsjtxt=Τρῑνακρία, ἡ,<br />Sicily, a later form of [[Θρινακίη]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 09:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρινακρία Medium diacritics: Τρινακρία Low diacritics: Τρινακρία Capitals: ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ
Transliteration A: Trinakría Transliteration B: Trinakria Transliteration C: Trinakria Beta Code: *trinakri/a

English (LSJ)

ἡ, an old name of Sicily, older than Σικανία acc. to Th. 6.2; older than Θρινακία acc. to Str. 6.2.1; — Adj. Τρινάκριος, α, ον, Call. Fr. 18, etc.; fem. Τρινακρίς, -ίδος, Oppian. H. 3.627. — Also written Τρινακίη, DP. 467, Eust. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.

Greek Monotonic

Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.

Middle Liddell

Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.