προσευκαιρέω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσευκαιρέω:''' посвящать свои досуги, заниматься (κυνηγίαις Plut.): π. χωρίοις Plut. проводить время в полях. | |elrutext='''προσευκαιρέω:''' [[посвящать свои досуги]], [[заниматься]] (κυνηγίαις Plut.): π. χωρίοις Plut. проводить время в полях. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 20 August 2022
English (LSJ)
A have leisure for, τοῖς κοινοῖς Arr.Epict.3.22.72; ὀρχήσει Plu.2.316a; χορείαις (prob. for χωρίοις) Ps.-Plu.Fluv.4.1; τῇ γεωργίᾳ μου, ταῖς λειτουργίαις, POxy.487.16 (ii A.D.), 1119.12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 763] gute Zeit, Muße wozu haben, τινί, sich womit beschäftigen, Plut. parallel. E.
Greek (Liddell-Scott)
προσευκαιρέω: ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, αὐτόθι 1150Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaquer à, s’adonner à, τινι : προσευκαιρεῖν χωρίοις PLUT fréquenter le pays.
Étymologie: πρός, εὐκαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
προσευκαιρέω: посвящать свои досуги, заниматься (κυνηγίαις Plut.): π. χωρίοις Plut. проводить время в полях.