διεκπνέω: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διεκπνέω:''' дуть насквозь (ἄνεμοι διεκπνέουσι [[πρόσω]] κατ᾽ εὐθεῖαν Arst.). | |elrutext='''διεκπνέω:''' [[дуть насквозь]] (ἄνεμοι διεκπνέουσι [[πρόσω]] κατ᾽ εὐθεῖαν Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A blow from start to finish, of winds, Arist.Mu.394b35.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πνέω), heraus- u. durchwehen, Arist. mund. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπνέω: πνέω συνεχῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 15.
Spanish (DGE)
1 soplar el viento, Arist.Mu.394b35.
2 disiparse, escapar τὸ πνεῦμα Thphr.CP 2.9.6
•transpirar, exhalar, dejar escapar el aire o gas τὰ ἐρινεά Thphr.CP 2.9.7.
Greek Monolingual
(Α διεκπνέω) εκπνέω
νεοελλ.
(για αέρια) εξατμίζομαι, διαφεύγω
αρχ.
(για αέρα)
1. πνέω συνεχώς
2. πνέω προς τα έξω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπνέω: дуть насквозь (ἄνεμοι διεκπνέουσι πρόσω κατ᾽ εὐθεῖαν Arst.).