κομμιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κομμῐώδης:''' камедеобразный Arst. | |elrutext='''κομμῐώδης:''' [[камедеобразный]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A = κομμιδώδης, Arist. HA628b27.
German (Pape)
[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
Greek Monolingual
και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλώδης, πηλώδης)].
Russian (Dvoretsky)
κομμῐώδης: камедеобразный Arst.