προγευματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προγευμᾰτίζω:''' вкушать раньше (τινός Arst.).
|elrutext='''προγευμᾰτίζω:''' [[вкушать раньше]] (τινός Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγευμᾰτίζω Medium diacritics: προγευματίζω Low diacritics: προγευματίζω Capitals: ΠΡΟΓΕΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: progeumatízō Transliteration B: progeumatizō Transliteration C: progevmatizo Beta Code: progeumati/zw

English (LSJ)

A taste before, τινος Arist.de An.422b7.

German (Pape)

[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.

Greek (Liddell-Scott)

προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένωςὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).