μεγιστότιμος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγιστότῑμος:''' окруженный величайшим почитанием ([[Δίκη]] Aesch.). | |elrutext='''μεγιστότῑμος:''' [[окруженный величайшим почитанием]] ([[Δίκη]] Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.
Greek Monolingual
μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά-τιμος].
Russian (Dvoretsky)
μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).