χορδότονος: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χορδότονος:''' с натянутыми струнами ([[λύρα]] Soph.). | |elrutext='''χορδότονος:''' [[с натянутыми струнами]] ([[λύρα]] Soph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, Pass., stretched with strings, λύρα S. Fr. 244 (lyr.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό-τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ.
Russian (Dvoretsky)
χορδότονος: с натянутыми струнами (λύρα Soph.).