ἀμοργός: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμοργός:''' отражающий: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.
|elrutext='''ἀμοργός:''' [[отражающий]]: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.
}}
}}

Revision as of 15:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργός Medium diacritics: ἀμοργός Low diacritics: αμοργός Capitals: ΑΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: amorgós Transliteration B: amorgos Transliteration C: amorgos Beta Code: a)morgo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ἀμέργω) A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214. 2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84. II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.
ἀμοργός (B), ὁ, A = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.

German (Pape)

[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que filtra o retiene c. gen. ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς linternas provistas de pantalla contra los vientos Emp.B 84.3
fig. de pers. que exprime, explotador ἀμοργοὶ πόλεως ὄλεθρος de los políticos, Cratin.210.
2 subst. ὁ fibra de malva Cratin.96, Harp.
• Etimología: Cf. ἀμέργω.

Greek Monolingual

ἀμοργός, ο (Α) ἀμέργω
1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά
2. αυτός που προφυλάσσει από κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοργός: отражающий: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.