σελμίς: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=selmis | |Transliteration C=selmis | ||
|Beta Code=selmi/s | |Beta Code=selmi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[angler's noose made of hair]] (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἴκρια]], Id.:—also σελμῶν· [[σανίδων]], Id. σέλπιδες· [[σχεδίαι]], Id. σέλπον, τό,= [[σίλφιον]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A angler's noose made of hair (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch. 2 = ἴκρια, Id.:—also σελμῶν· σανίδων, Id. σέλπιδες· σχεδίαι, Id. σέλπον, τό,= σίλφιον, Id.
German (Pape)
[Seite 871] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem, bes. ein Brettergerüst, VLL. – 2) die härene Angelschnur, Hesych., wie Eust. σελμίδες τὰ σχοινία.
Greek (Liddell-Scott)
σελμίς: -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) ὡσαύτως = σέλμα, ὁ αὐτ.· ὡσαύτως σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη»
β) «τὰ ἰκρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα -ίς, -ίδος, παρ' ότι το πρώτο ερμήνευμα του τ. γεννά προβλήματα].