ἐπικόλλημα: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikollima | |Transliteration C=epikollima | ||
|Beta Code=e)piko/llhma | |Beta Code=e)piko/llhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is glued on]], [[tessellated work]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>4.3.4</span> (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:47, 20 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is glued on, tessellated work, Id.HP4.3.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 951] τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικόλλημα: τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
Greek Monolingual
το (Α ἐπικόλλημα)
νεοελλ.
πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς
αρχ.
αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].