ζῳοτροφία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζῳοτροφία:''' ἡ кормление животных Plat. | |elrutext='''ζῳοτροφία:''' ἡ [[кормление животных]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij. | |elnltext=ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A feeding of animals, Pl.Plt.261e.
German (Pape)
[Seite 1144] ἡ, das Füttern, Halten von Thieren, Plat. Polit. 261 d.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 261Ε. ΙΙ.ζωοτροφία, τὰ πρὸς τὸ ζῆν χρήσιμα, Δούκας Ἱστορ. σ. 15.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ ζωοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]
η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση της ζωής
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφίες
τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση της ζωής, τα αναγκαία προς το ζην
μσν.
1. ο ανεφοδιασμός
2. συσσίτιο.
(II)
η (AM ζῳοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]
εκτροφή ζώων, κτηνοτροφία, ζωοκομία.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτροφία: ἡ кормление животных Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij.