μητρομιξία: Difference between revisions
From LSJ
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μητρομιξία:''' ἡ кровосмешение Sext. | |elrutext='''μητρομιξία:''' ἡ [[кровосмешение]] Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A incest with one's mother, S.E.M.11.191.
German (Pape)
[Seite 180] ἡ, leibliche Vermischung mit der Mutter, Sext. Emp. adv. eth. 191.
Greek (Liddell-Scott)
μητρομιξία: ἡ, ἡ μετὰ τῆς μητρὸς σαρκικὴ μῖξις, αἱμομιξία, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 191.
Greek Monolingual
μητρομιξία και μητρομειξία, ἡ (Α)
η σαρκική επαφή με τη μητέρα, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ μητρός + -μιξία (< -μίχτης < μίγνυμι / μείγνυμι), πρβλ. θεομιξία].
Russian (Dvoretsky)
μητρομιξία: ἡ кровосмешение Sext.