παλαγμός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰλαγμός:''' ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).
|elrutext='''πᾰλαγμός:''' ὁ [[пятно]], [[позор]] (αἵματος Aesch.).
}}
}}

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαγμός Medium diacritics: παλαγμός Low diacritics: παλαγμός Capitals: ΠΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: palagmós Transliteration B: palagmos Transliteration C: palagmos Beta Code: palagmo/s

English (LSJ)

ὁ, A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.

Greek Monolingual

παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαγμός:пятно, позор (αἵματος Aesch.).