λοφοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοφοποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.
|elrutext='''λοφοποιός:''' ὁ [[мастер]], [[изготовляющий султаны для шлемов]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοφο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[crest]]-[[maker]], Ar.
|mdlsjtxt=λοφο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[crest]]-[[maker]], Ar.
}}
}}

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφοποιός Medium diacritics: λοφοποιός Low diacritics: λοφοποιός Capitals: ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lophopoiós Transliteration B: lophopoios Transliteration C: lofopoios Beta Code: lofopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A crest-maker, Ar.Pax 545.

Greek (Liddell-Scott)

λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.

Greek Monolingual

λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λοφοποιός:мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.

Middle Liddell

λοφο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a crest-maker, Ar.