πολεμητήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polemitirion
|Transliteration C=polemitirion
|Beta Code=polemhth/rion
|Beta Code=polemhth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[head-quarters of a general]], <span class="bibl">Plb.4.71.2</span>.</span>
|Definition=τό, [[head-quarters of a general]], <span class="bibl">Plb.4.71.2</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμητήριον Medium diacritics: πολεμητήριον Low diacritics: πολεμητήριον Capitals: ΠΟΛΕΜΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: polemētḗrion Transliteration B: polemētērion Transliteration C: polemitirion Beta Code: polemhth/rion

English (LSJ)

τό, head-quarters of a general, Plb.4.71.2.

German (Pape)

[Seite 653] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμητήριον: τό, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. ὁρμητήριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. οικη-τήριον)].

Russian (Dvoretsky)

πολεμητήριον: τό ставка полководца Polyb.