προμηνυτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prominytis | |Transliteration C=prominytis | ||
|Beta Code=promhnuth/s | |Beta Code=promhnuth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[one who gives information in advance]], <span class="bibl">Vett.Val.173.19</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προμηνύτρια]], Α [[προμηνύω]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) αυτή που προαναγγέλλει [[κάτι]]<br />β) η [[προδότρια]]. | |mltxt=ὁ, θηλ. [[προμηνύτρια]], Α [[προμηνύω]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) αυτή που προαναγγέλλει [[κάτι]]<br />β) η [[προδότρια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 23 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.