πρωτόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protothronos
|Transliteration C=protothronos
|Beta Code=prwto/qronos
|Beta Code=prwto/qronos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[filling the first seat]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span> 228</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.166</span>, <span class="bibl">Coluth.153</span>: heterocl. pl. πρωτόθρονες <span class="title">IG</span>14.1389 i 35.</span>
|Definition=ον, [[filling the first seat]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span> 228</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.166</span>, <span class="bibl">Coluth.153</span>: heterocl. pl. πρωτόθρονες <span class="title">IG</span>14.1389 i 35.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόθρονος Medium diacritics: πρωτόθρονος Low diacritics: πρωτόθρονος Capitals: ΠΡΩΤΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtóthronos Transliteration B: prōtothronos Transliteration C: protothronos Beta Code: prwto/qronos

English (LSJ)

ον, filling the first seat, Call.Dian. 228, Nonn.D.8.166, Coluth.153: heterocl. pl. πρωτόθρονες IG14.1389 i 35.

German (Pape)

[Seite 805] auf dem ersten Sessel; Ἥρη, Coluth. 153; Nonn. D. 8, 166; davon der heteroklitische plur. πρωτόθρονες, Marcell. inscr. Triop. 35 (App. 51); vgl. Lob. Phryn. p. 658.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόθρονος: -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον θρόνον, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόθρονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη έδρα
νεοελλ.
1. μτφ. κορυφαίος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόθρονος
ο επισκοπικός θρόνος που προηγείται στην τάξη από όλους τους υπόλοιπους
νεοελλ.-μσν.
ο κάτοχος του πρώτου, κατά τάξη, επισκοπικού θρόνου σε μια χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -θρoνος (< θρόνος), πρβλ. χρυσό-θρονος].