πυκνόστυλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "1/2" to "½") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyknostylos | |Transliteration C=pyknostylos | ||
|Beta Code=pukno/stulos | |Beta Code=pukno/stulos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with the pillars close together]], i.e. at a distance of ''1'' ''1''/<span class="bibl">2</span> diameters, opp. [[ἀραιόστυλος]], Vitr.3.3.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, with the pillars close together, i.e. at a distance of 1 1/2 diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.
German (Pape)
[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 1½ διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό-στυλος)].