πυρσόκορσος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrsokorsos | |Transliteration C=pyrsokorsos | ||
|Beta Code=purso/korsos | |Beta Code=purso/korsos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[red-maned]], λέων <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>110</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, red-maned, λέων A.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο πυρσόκομος
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος
πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό-κορσος].
Russian (Dvoretsky)
πυρσόκορσος: огненноглавый, т. е. с рыжей гривой (λέων Aesch.).