στυππειουργός: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styppeiourgos | |Transliteration C=styppeiourgos | ||
|Beta Code=stuppeiourgo/s | |Beta Code=stuppeiourgo/s | ||
|Definition=ὁ, written [[στυππεουργός]], | |Definition=ὁ, written [[στυππεουργός]], [[tow]]-[[worker]], [[worker in tow]], PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written [[στιππυουργός]], [[στιπεουργός]], [[στιππουργός]], [[στιπουργός]] ([[quod vide|qq.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και στυππεουργός και [[στιππυουργός]] και [[στιπεουργός]] και <i>στιπ</i>- (π)ουργός και [[σιππουργός]], ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή υφασμάτων από [[λινάρι]] ή καννάβι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στυππεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>]. | |mltxt=και στυππεουργός και [[στιππυουργός]] και [[στιπεουργός]] και <i>στιπ</i>- (π)ουργός και [[σιππουργός]], ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή υφασμάτων από [[λινάρι]] ή καννάβι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στυππεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, written στυππεουργός, tow-worker, worker in tow, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).
Greek Monolingual
και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].