δάρτης: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dartis | |Transliteration C=dartis | ||
|Beta Code=da/rths | |Beta Code=da/rths | ||
|Definition=ου, δ, | |Definition=ου, δ, [[one who flogs]], Gloss. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, δ, one who flogs, Gloss.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que azota Archil.129.4 (cj.), Gloss.2.151.
Greek Monolingual
ο (AM δάρτης) δέρω
αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει
νεοελλ.
1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο χτυπούν τον καρπό του καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο
2. όργανο με το οποίο αναταράσσεται το γάλα για αποβουτύρωση
3. βίαιος καρδιακός παλμός.