θεραπήϊος: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
m (Text replacement - "ΐδος" to "ΐδος") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=therapiios | |Transliteration C=therapiios | ||
|Beta Code=qeraph/i+os | |Beta Code=qeraph/i+os | ||
|Definition=α, ον, Ion. and poet. for [[θεραπευτικός]], in neut. pl. | |Definition=α, ον, Ion. and poet. for [[θεραπευτικός]], in neut. pl. -ήϊα, νούσων <span class="title">AP</span>7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>88b</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:45, 23 August 2022
English (LSJ)
α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl. -ήϊα, νούσων AP7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.
German (Pape)
[Seite 1200] poet., = θεραπευτικός; θεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ θεραπευτικός, Ἀνθ. Π. 7. 158· θηλ. θεραπηΐς, ΐδος, Χρησμ. παρ’ Ἰουλιαν. 451Β.
Greek Monolingual
θεραπήϊος, -ΐα, -ον (Α)
(ιων. και ποιητ. τ.)
1. θεραπευτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια
τα γιατρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -εύς (πρβλ. βασιλ-ευς > βασιλ-ήιος), αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων μεταξύ τών οποίων είναι και τα ρ. σε -ευώ].
Greek Monotonic
θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ιων. αντί θεραπευτικός, σε Ανθ. Π.