καταγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katagogeys | |Transliteration C=katagogeys | ||
|Beta Code=katagwgeu/s | |Beta Code=katagwgeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, | |Definition=έως, ὁ, [[cattle-drover]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>92</span>(ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:50, 24 August 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, cattle-drover, BGU92(ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς].