ἐγκουράς: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkouras | |Transliteration C=egkouras | ||
|Beta Code=e)gkoura/s | |Beta Code=e)gkoura/s | ||
|Definition=άδος, ἡ, | |Definition=άδος, ἡ, [[painting on the ceiling]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>142</span>; also pl., = [[τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:55, 24 August 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 709] άδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκουράς: -άδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
dibujo prob. inciso, en el techo A.Fr.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
Greek Monolingual
ἐγκουράς (-άδος), η (Α)
1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία
2. στίγματα στο πρόσωπο
3. κουρεμένος.