ἀκροάζομαι: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akroazomai | |Transliteration C=akroazomai | ||
|Beta Code=a)kroa/zomai | |Beta Code=a)kroa/zomai | ||
|Definition= | |Definition== [[ἀκροάομαι]], <span class="bibl">Epich.109</span>, [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="bibl">Men.150</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 24 August 2022
English (LSJ)
= ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.
Spanish (DGE)
escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
•c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.
Greek Monolingual
(Α ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].
Russian (Dvoretsky)
ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.