εὐνουχεῖον: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐνουχεῑον και διάφ. ανάγν. [[εὐνούχιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μαρουλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευνούχος]] ([[πρβλ]]. [[ευνουχίας]] «[[είδος]] πεπονιού»)].
|mltxt=εὐνουχεῖον και διάφ. ανάγν. [[εὐνούχιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μαρουλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευνούχος]] ([[πρβλ]]. [[ευνουχίας]] «[[είδος]] πεπονιού»)].
}}
}}

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχεῖον Medium diacritics: εὐνουχεῖον Low diacritics: ευνουχείον Capitals: ΕΥΝΟΥΧΕΙΟΝ
Transliteration A: eunoucheîon Transliteration B: eunoucheion Transliteration C: evnoucheion Beta Code: eu)nouxei=on

English (LSJ)

τό, a kind of A lettuce, = ἀστυτίς, Plin. HN19.127.

Greek Monolingual

εὐνουχεῖον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α)
είδος μαρουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)].