Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρανομώ: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΝΜΑ [[παράνομος]]<br />[[ενεργώ]] αντίθετα με τους νόμους, [[παραβαίνω]], [[παραβιάζω]] το [[δίκαιο]] («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα τε καὶ ἀδικοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] [[έγκλημα]] ή ύβρη («παρανομεῖν εἰς τὸ μαντεῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρανομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[υπόκειμαι]] σε κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι από κάποιον («ἀδίκως [[μετὰ]] βίας παρανομηθείς», πάπ.).
|mltxt=-έω, ΝΜΑ [[παράνομος]]<br />[[ενεργώ]] αντίθετα με τους νόμους, [[παραβαίνω]], [[παραβιάζω]] το [[δίκαιο]] («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα τε καὶ ἀδικοῦντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] [[έγκλημα]] ή ύβρη («παρανομεῖν εἰς τὸ μαντεῖον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρανομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[υπόκειμαι]] σε κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι από κάποιον («ἀδίκως [[μετὰ]] βίας παρανομηθείς», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ παράνομος
ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα τε καὶ ἀδικοῦντα», Πλάτ.)
αρχ.
1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῖν εἰς τὸ μαντεῖον», Διόδ.)
2. παθ. παρανομοῦμαι, -έομαι
υπόκειμαι σε κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι από κάποιον («ἀδίκως μετὰ βίας παρανομηθείς», πάπ.).