τυμβοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tymvoychos | |Transliteration C=tymvoychos | ||
|Beta Code=tumbou=xos | |Beta Code=tumbou=xos | ||
|Definition=ον, ([[ἔχω]]) | |Definition=ον, ([[ἔχω]]) [[placed on a tomb]], [[sepulchral]], Κήρ <span class="title">AP</span>7.154. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:43, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (ἔχω) placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
τυμβοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, νεκρικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοῦχος: могильный (Κήρ Anth.).
Middle Liddell
τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]
sepulchral, Anth.