ἐντατικός: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., de fármacos [[estimulante]], [[que produce la erección]], [[afrodisíaco]] ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.<i>Sat.Gon</i>.19, Sch.Nic.<i>Al</i>.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas</i> Paul.Aeg.7.3 (p.197)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐντατικόν [[afrodisíaco]] Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, <i>Hippiatr.Cant</i>.10 tít.<br /><b class="num">2</b> de anim. macho [[provisto de vigor sexual]] ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ <i>Gp</i>.19.5.4.<br /><b class="num">3</b> bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá [[Fritillaria graeca L.]], o de las orquidáceas, quizá [[Serapias cordigera L.]], Ps.Dsc.3.128.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., de fármacos [[estimulante]], [[que produce la erección]], [[afrodisíaco]] ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.<i>Sat.Gon</i>.19, Sch.Nic.<i>Al</i>.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas</i> Paul.Aeg.7.3 (p.197)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐντατικόν [[afrodisíaco]] Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, <i>Hippiatr.Cant</i>.10 tít.<br /><b class="num">2</b> de anim. macho [[provisto de vigor sexual]] ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ <i>Gp</i>.19.5.4.<br /><b class="num">3</b> bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá [[Fritillaria graeca]] L., o de las orquidáceas, quizá [[Serapias cordigera]] L., Ps.Dsc.3.128.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με έντονη [[προσπάθεια]] («εντατική [[μελέτη]]», «εντατικά τμήματα»)<br /><b>2.</b> (για [[μηχάνημα]]) αυτός που χρησιμεύει για [[ένταση]] («[[εντατικός]] [[κοχλίας]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερεθίζει για [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντατικόν</i><br />διεγερτικό [[βοτάνι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με έντονη [[προσπάθεια]] («εντατική [[μελέτη]]», «εντατικά τμήματα»)<br /><b>2.</b> (για [[μηχάνημα]]) αυτός που χρησιμεύει για [[ένταση]] («[[εντατικός]] [[κοχλίας]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερεθίζει για [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντατικόν</i><br />διεγερτικό [[βοτάνι]].
}}
}}

Revision as of 08:58, 10 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντᾰτικός Medium diacritics: ἐντατικός Low diacritics: εντατικός Capitals: ΕΝΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entatikós Transliteration B: entatikos Transliteration C: entatikos Beta Code: e)ntatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.

German (Pape)

[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic., de fármacos estimulante, que produce la erección, afrodisíaco ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.Sat.Gon.19, Sch.Nic.Al.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas Paul.Aeg.7.3 (p.197)
subst. τὸ ἐντατικόν afrodisíaco Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, Hippiatr.Cant.10 tít.
2 de anim. macho provisto de vigor sexual ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ Gp.19.5.4.
3 bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá Fritillaria graeca L., o de las orquidáceas, quizá Serapias cordigera L., Ps.Dsc.3.128.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα»)
2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για έντασηεντατικός κοχλίας»)
μσν.
(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό
αρχ.
1. αυτός που ερεθίζει για συνουσία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντατικόν
διεγερτικό βοτάνι.