συγκεντρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκεντρωτικό [[σύστημα]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[συγκέντρωση]] στο διοικητικό [[κέντρο]] όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων<br />β) «[[συγκεντρωτικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[φακός]] που μεταβάλλει μια παράλληλη [[δέσμη]] φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεντρωτικώς</i> και <i>συγκεντρωτικά</i> Ν<br />με συγκεντρωτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρώνω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην [[εφημερίδα]] <i>Αιών</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκεντρωτικό [[σύστημα]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[συγκέντρωση]] στο διοικητικό [[κέντρο]] όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων<br />β) «[[συγκεντρωτικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[φακός]] που μεταβάλλει μια παράλληλη [[δέσμη]] φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεντρωτικώς</i> και <i>συγκεντρωτικά</i> Ν<br />με συγκεντρωτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρώνω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην [[εφημερίδα]] <i>Αιών</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκεντρωτικό [[σύστημα]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[συγκέντρωση]] στο διοικητικό [[κέντρο]] όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων<br />β) «[[συγκεντρωτικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[φακός]] που μεταβάλλει μια παράλληλη [[δέσμη]] φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεντρωτικώς</i> και <i>συγκεντρωτικά</i> Ν<br />με συγκεντρωτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρώνω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην [[εφημερίδα]] <i>Αιών</i>].
}}
}}

Latest revision as of 19:28, 27 September 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση
2. φρ. α) «συγκεντρωτικό σύστημα»
(νομ.) η συγκέντρωση στο διοικητικό κέντρο όλων τών εξουσιών και αρμοδιοτήτων
β) «συγκεντρωτικός φακός»
φυσ. φακός που μεταβάλλει μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτινών σε συγκλίνουσα.
επίρρ...
συγκεντρωτικώς και συγκεντρωτικά Ν
με συγκεντρωτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].