συγκρατητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συγκρατεί κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκράτηση]]. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συγκρατεί κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκράτηση]]. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συγκρατεί κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκράτηση]]. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}