συμπεθεριάζω: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν. | |mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 27 September 2022
Greek Monolingual
συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.