συμφωνιακός: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφωνιᾰκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες [[ὁμοῦ]], Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ [[οὕτως]] [[ἴσως]] καὶ [[σύμφωνος]], ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.
|lstext='''συμφωνιᾰκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες [[ὁμοῦ]], Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ [[οὕτως]] [[ἴσως]] καὶ [[σύμφωνος]], ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συμφωνία]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συμφωνιακή</i><br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συμφωνία]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συμφωνιακή</i><br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συμφωνία]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συμφωνιακή</i><br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφωνιᾰκός Medium diacritics: συμφωνιακός Low diacritics: συμφωνιακός Capitals: ΣΥΜΦΩΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: symphōniakós Transliteration B: symphōniakos Transliteration C: symfoniakos Beta Code: sumfwniako/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55. II ἡ -κή, a variety of ὑοσκύαμος, Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος -κή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος 111.

Greek (Liddell-Scott)

συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.