διεκπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diekporeu/omai
|Beta Code=diekporeu/omai
|Definition=[[go out through]], <span class="bibl">D.H.9.26</span>; [[pass through]], [[traverse]], διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας <span class="bibl">M.Ant.7.19</span>.
|Definition=[[go out through]], <span class="bibl">D.H.9.26</span>; [[pass through]], [[traverse]], διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας <span class="bibl">M.Ant.7.19</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]].
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Greek Monolingual

διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.