γομφοπαγής: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gomfopagh/s | |Beta Code=gomfopagh/s | ||
|Definition=ές, [[fastened with bolts]]: metaph., [[creaky]], <b class="b3">ῥήματα γομφοπαγῆ</b>, of the long compound words of Aeschylus, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>824</span>. | |Definition=ές, [[fastened with bolts]]: metaph., [[creaky]], <b class="b3">ῥήματα γομφοπαγῆ</b>, of the long compound words of Aeschylus, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>824</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γομφοπᾰγής) -ές<br />[[unido con pernos]] fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.<i>Ra</i>.824. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γομφοπᾰγής''': ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824. | |lstext='''γομφοπᾰγής''': ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.
Spanish (DGE)
(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.
German (Pape)
[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.
Greek (Liddell-Scott)
γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.
Greek Monolingual
-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].
Greek Monotonic
γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γομφοπᾰγής: ирон. сколоченный гвоздями, т. е. искусственно составленный (ῥήματα Arph.).
Middle Liddell
πήγνυμι
fastened with bolts, well-bolted, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφοπαγής -ές γόμφος, πήγνυμι verbonden door pinnen, in elkaar gespijkerd:. ῥήματα γομφοπαγῆ in elkaar gespijkerde woorden Aristoph. Ran. 824.