αἰτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Definition=ή, όν, [[disposed to ask]], <span class="bibl">Artem.4.2</span>.
|Definition=ή, όν, [[disposed to ask]], <span class="bibl">Artem.4.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτηματικός Medium diacritics: αἰτηματικός Low diacritics: αιτηματικός Capitals: ΑΙΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitēmatikós Transliteration B: aitēmatikos Transliteration C: aitimatikos Beta Code: ai)thmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, disposed to ask, Artem.4.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.