αἰτηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ai)thmatiko/s | |Beta Code=ai)thmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[disposed to ask]], <span class="bibl">Artem.4.2</span>. | |Definition=ή, όν, [[disposed to ask]], <span class="bibl">Artem.4.2</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2. | |lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, disposed to ask, Artem.4.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.