ἀκατάσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)kata/skopos | |Beta Code=a)kata/skopos | ||
|Definition=ον, gloss on [[ἀνώϊστος]], Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.101</span>. | |Definition=ον, gloss on [[ἀνώϊστος]], Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.101</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[poco claro]], [[oscuro]] σχῆμα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.79, Sch.Opp.<i>C</i>.4.101.<br /><b class="num">2</b> [[sin falta]], [[perfecto]] δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάσκοπος''': -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47. | |lstext='''ἀκατάσκοπος''': -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]]. | |mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
Greek Monolingual
ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.