ἀκορύφωτος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Definition=ον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]].
|Definition=ον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]].
}}
}}

Revision as of 12:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορῠφωτος Medium diacritics: ἀκορύφωτος Low diacritics: ακορύφωτος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΩΤΟΣ
Transliteration A: akorýphōtos Transliteration B: akoryphōtos Transliteration C: akoryfotos Beta Code: a)koru/fwtos

English (LSJ)

ον, not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.