ἀκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ko/rufos
|Beta Code=a)ko/rufos
|Definition=ον, (> [[κορυφή]]) [[without top]], [[without beginning]], DH. Comp. 22. = [[ἀκορύφωτος]] ([[not to be summed]], [[countless]]), Hsch.
|Definition=ον, (> [[κορυφή]]) [[without top]], [[without beginning]], DH. Comp. 22. = [[ἀκορύφωτος]] ([[not to be summed]], [[countless]]), Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> ret. [[que no tiene comienzo]] ἡ περίοδος D.H.<i>Comp</i>.22.42.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch. (cód.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόρυφος''': -ον, ([[κορυφή]]) [[ἄνευ]] κορυφῆς, [[ἄνευ]] ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.
|lstext='''ἀκόρυφος''': -ον, ([[κορυφή]]) [[ἄνευ]] κορυφῆς, [[ἄνευ]] ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> ret. [[que no tiene comienzo]] ἡ περίοδος D.H.<i>Comp</i>.22.42.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch. (cód.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόρυφος]], -ον) [[κορυφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[κορυφή]] ή του έχουν κόψει την [[κορυφή]] (ειδικά στα οικόσημα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκόρυφος]] καὶ [[ἀκατάστροφος]]» — [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] (Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[αναρίθμητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόρυφος]], -ον) [[κορυφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[κορυφή]] ή του έχουν κόψει την [[κορυφή]] (ειδικά στα οικόσημα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκόρυφος]] καὶ [[ἀκατάστροφος]]» — [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] (Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[αναρίθμητος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρῠφος Medium diacritics: ἀκόρυφος Low diacritics: ακόρυφος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: akóryphos Transliteration B: akoryphos Transliteration C: akoryfos Beta Code: a)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (> κορυφή) without top, without beginning, DH. Comp. 22. = ἀκορύφωτος (not to be summed, countless), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ret. que no tiene comienzo ἡ περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que no se puede sumar, innumerable Hsch. (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρυφος: -ον, (κορυφή) ἄνευ κορυφῆς, ἄνευ ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) κορυφή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)
2. ο αναρίθμητος.