ἀμεταπτωσία: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)metaptwsi/a
|Beta Code=a)metaptwsi/a
|Definition=ἡ, [[unchangeableness]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.2.8</span>, Hierocl.<span class="bibl">p.48.7A.</span>
|Definition=ἡ, [[unchangeableness]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.2.8</span>, Hierocl.<span class="bibl">p.48.7A.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[firmeza de ánimo]], Arr.<i>Epict</i>.3.2.9, Hierocl.p.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεταπτωσία''': ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ [[σταθερότης]] τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.
|lstext='''ἀμεταπτωσία''': ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ [[σταθερότης]] τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[firmeza de ánimo]], Arr.<i>Epict</i>.3.2.9, Hierocl.p.48.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμεταπτωσία]], η (Α) [[ἀμετάπτωτος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμετάπτωτο, η [[σταθερότητα]].
|mltxt=[[ἀμεταπτωσία]], η (Α) [[ἀμετάπτωτος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμετάπτωτο, η [[σταθερότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεταπτωσία Medium diacritics: ἀμεταπτωσία Low diacritics: αμεταπτωσία Capitals: ΑΜΕΤΑΠΤΩΣΙΑ
Transliteration A: ametaptōsía Transliteration B: ametaptōsia Transliteration C: ametaptosia Beta Code: a)metaptwsi/a

English (LSJ)

ἡ, unchangeableness, Arr.Epict.3.2.8, Hierocl.p.48.7A.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
firmeza de ánimo, Arr.Epict.3.2.9, Hierocl.p.48.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Unwandelbarkeit, Hierocl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταπτωσία: ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ σταθερότης τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.

Greek Monolingual

ἀμεταπτωσία, η (Α) ἀμετάπτωτος
το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα.