ἀκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kro/thtos
|Beta Code=a)kro/thtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not beaten down]], <span class="bibl">Hld.9.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not struck together]] or [[in unison]], μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα <span class="title">Trag.Adesp.</span>93 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1254, cf. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[οὐκ ἀποψάλακτος]].</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not beaten down]], <span class="bibl">Hld.9.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not struck together]] or [[in unison]], μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα <span class="title">Trag.Adesp.</span>93 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1254, cf. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[οὐκ ἀποψάλακτος]].</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρότητος''': -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς [[καλῶς]], περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, [[ἀσύμφωνος]], [[μέλη]] πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.
|lstext='''ἀκρότητος''': -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς [[καλῶς]], περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, [[ἀσύμφωνος]], [[μέλη]] πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρότητος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο [[αθόρυβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει [[σκληρός]], ο [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο [[παράφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κροτητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κροτῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρότητος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο [[αθόρυβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει [[σκληρός]], ο [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο [[παράφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κροτητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κροτῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότητος Medium diacritics: ἀκρότητος Low diacritics: ακρότητος Capitals: ΑΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akrótētos Transliteration B: akrotētos Transliteration C: akrotitos Beta Code: a)kro/thtos

English (LSJ)

ον, A not beaten down, Hld.9.8. II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].