ἀμνησικακία: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mnhsikaki/a
|Beta Code=a)mnhsikaki/a
|Definition=ἡ, [[forgivingness]], <span class="bibl">LXX<span class="title">3 Ma.</span>3.21</span>.
|Definition=ἡ, [[forgivingness]], <span class="bibl">LXX<span class="title">3 Ma.</span>3.21</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[perdón]], [[olvido de las ofensas]] [[LXX]] 3<i>Ma</i>.3.21, Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.87, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνησικᾰκία''': ἡ, [[συγχώρησις]], Ἑβδ. (Μακκ. Γϳ, γϳ, 21), Κλήμ. Ἀλ. 474: «[[ἀμνησικακία]], τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀμνησικᾰκία''': ἡ, [[συγχώρησις]], Ἑβδ. (Μακκ. Γϳ, γϳ, 21), Κλήμ. Ἀλ. 474: «[[ἀμνησικακία]], τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[perdón]], [[olvido de las ofensas]] [[LXX]] 3<i>Ma</i>.3.21, Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.87, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμνησικακία]]) [[ἀμνησίκακος]]<br />το να είσαι [[αμνησίκακος]], η [[έλλειψη]] μνησικακίας, [[ανεξικακία]], [[μακροθυμία]].
|mltxt=η (Α [[ἀμνησικακία]]) [[ἀμνησίκακος]]<br />το να είσαι [[αμνησίκακος]], η [[έλλειψη]] μνησικακίας, [[ανεξικακία]], [[μακροθυμία]].
}}
}}

Revision as of 13:06, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνησικᾰκία Medium diacritics: ἀμνησικακία Low diacritics: αμνησικακία Capitals: ΑΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ
Transliteration A: amnēsikakía Transliteration B: amnēsikakia Transliteration C: amnisikakia Beta Code: a)mnhsikaki/a

English (LSJ)

ἡ, forgivingness, LXX3 Ma.3.21.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
perdón, olvido de las ofensas LXX 3Ma.3.21, Clem.Al.Strom.2.18.87, Hsch.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, das Vergessen erlittenen Unrechts, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησικᾰκία: ἡ, συγχώρησις, Ἑβδ. (Μακκ. Γϳ, γϳ, 21), Κλήμ. Ἀλ. 474: «ἀμνησικακία, τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (Α ἀμνησικακία) ἀμνησίκακος
το να είσαι αμνησίκακος, η έλλειψη μνησικακίας, ανεξικακία, μακροθυμία.