ἀποβρέχω: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pobre/xw | |Beta Code=a)pobre/xw | ||
|Definition=[[steep well]], [[soak]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.5.5</span>, <span class="title">IG</span>4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀριστοτέλης]]:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr.<span class="title">HP</span> <span class="bibl">5.9.5</span>; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>7.22</span>. | |Definition=[[steep well]], [[soak]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.5.5</span>, <span class="title">IG</span>4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀριστοτέλης]]:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr.<span class="title">HP</span> <span class="bibl">5.9.5</span>; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>7.22</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[sumergir en agua]], [[empapar]] ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.<i>HP</i> 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.<i>CP</i> 2.5.5<br /><b class="num">•</b>esp. [[mantener en agua]], [[macerar]] εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.<i>Al</i>.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ [[ἄλφιτον]] τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον [[ἀποβρέχω]]<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo</i>, <i>SB</i> 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno <i>Stoic</i>.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. [[Ἀριστοτέλης]]<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[sofocar]], [[ahogar]] ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.<i>VA</i> 7.22. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβρέχω''': μέλλ. -ξω, βρέχω [[καλῶς]], βάλλω εἰς τὸ [[νερόν]], [[μοσχεύω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151. | |lstext='''ἀποβρέχω''': μέλλ. -ξω, βρέχω [[καλῶς]], βάλλω εἰς τὸ [[νερόν]], [[μοσχεύω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀποβρέχω]])<br />[[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]] -<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> παύει να βρέχει. | |mltxt=(AM [[ἀποβρέχω]])<br />[[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]] -<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> παύει να βρέχει. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:41, 1 October 2022
English (LSJ)
steep well, soak, Thphr.CP2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr.HP 5.9.5; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22.
Spanish (DGE)
sumergir en agua, empapar ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.HP 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.CP 2.5.5
•esp. mantener en agua, macerar εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι IG 42.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.Al.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ ἄλφιτον τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον ἀποβρέχω<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo, SB 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno Stoic.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. Ἀριστοτέλης
•en v. pas. sofocar, ahogar ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA 7.22.
German (Pape)
[Seite 298] in einen Aufguß einweichen, Theophr.; eintauchen, Sp., z. B. Nic. Al. 276.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρέχω: μέλλ. -ξω, βρέχω καλῶς, βάλλω εἰς τὸ νερόν, μοσχεύω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151.
Greek Monolingual
(AM ἀποβρέχω)
διαβρέχω, μουσκεύω -
νεοελλ.
απρόσ. παύει να βρέχει.